- μιξοπάρθενος
- μιξοπάρθενοςhalf-maidenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιξοπάρθενος — και μειξοπάρθενος, η, ο (Α μιξοπάρθενος και μειξοπάρθενος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μ(ε)ιξοπάρθενη η μιξοπαρθένα αρχ. (για την έχιδνα και για τη Σφίγγα) αυτή που είναι κατά το ήμισυ παρθένος ή που έχει τη μορφή παρθένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ.… … Dictionary of Greek
μιξοπάρθενον — μιξοπάρθενος half maiden masc/fem acc sg μιξοπάρθενος half maiden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξοπαρθένου — μιξοπάρθενος half maiden masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξοπαρθένῳ — μιξοπάρθενος half maiden masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Mixoparthenos — (griechisch Μιξοπάρθενος, Halbjungfrau) ist ein Mischwesen in der griechischen Mythologie, halb Schlange, halb Frau. Nach Herodot entführte sie die Pferde des schlafenden Herakles und gab sie ihm erst zurück, als dieser mit ihr schlief.… … Deutsch Wikipedia
μειξοπάρθενος — η, ο, θηλ. και ος βλ. μιξοπάρθενος … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek